Η ενασχόλησή μου με το ντοκιμαντέρ ξεκίνησε μέσα από το “Παρασκήνιο”.
Μέχρι τότε, φθινόπωρο του 2000, ήμουν απόλυτα προσανατολισμένος στις ταινίες μυθοπλασίας τόσο ως φανατικός, επί χρόνια, σινεφίλ, όσο και σε σχέση με τις σκέψεις και επιδιώξεις μου αναφορικά με το κινηματογραφικό μου μέλλον.

Φυσικά η ταινία μυθοπλασίας παραμένει η απόλυτη προτεραιότητά μου.
Πιστεύω στην αργή και σταδιακή εξέλιξη των πραγμάτων έτσι ώστε να θεωρώ ότι ύστερα από τις δυο, μέχρι στιγμής, ταινίες μυθοπλασίας που έχω πραγματοποιήσει θα ακολουθήσουν καλύτερες στην πορεία του χρόνου.

Τίποτα, όμως, δεν θα ήταν το ίδιο χωρίς την ενασχόλησή μου με το ντοκιμαντέρ.
Θα έλεγα ότι τα ντοκιμαντέρ μου φέρουν, από την πρώτη στιγμή, μια αύρα μυθοπλασίας. Ενώ η τελευταία μου ταινία μυθοπλασίας, η “Χαρά”, θα ήταν κάτι εντελώς διαφορετικό αν δεν είχε προηγηθεί η επί χρόνια εμπλοκή μου με το ντοκιμαντέρ.
Για μένα τα δυο είδη είναι αναπόσπαστα δεμένα. Αυτή είναι μια γενική παρατήρηση και περιλαμβάνει, φυσικά και τη δική μου δουλειά.

Ειδικά τα τελευταία χρόνια, ευτυχώς, τα δυο είδη εισχωρούν το ένα στο άλλο με εξαιρετικά ενδιαφέροντα τρόπο.
Σ' αυτό μέτρησε ασφαλώς και η ευρεία επαγγελματική χρήση της ψηφιακής εικόνας καθώς και η ακόμα ευρύτερη, ερασιτεχνική, από τους απλούς καθημερινούς ανθρώπους σε όλο τον κόσμο.
Όταν όλοι είναι σε θέση να κινηματογραφήσουν με το κινητό τους το οτιδήποτε, αυτομάτως έρχονται σε μια πολύ σοβαρή σχέση με την πραγματικότητα.
Αυτό τους καθιστά την ίδια στιγμή πομπούς και δέκτες.
Και τους καλλιεργεί ώστε να είναι πολύ πιο δεκτικοί θεατές σε κάτι που ουσιαστικά εμπεριέχει και τα δυο (μυθοπλασία και πραγματικότητα).

Πάντοτε την πραγματικότητα επιχειρούσαν να εγκλωβίσουν οι κινηματογραφιστές. Είτε με την μυθοπλασία είτε με το ντοκιμαντέρ.
Μέσα από προσεγγίσεις όπως αυτή της ταινίας με “ντοκιμαντερίστικα” χαρακτηριστικά όπως λεγόταν πιο παλιά (από τις Νεορεαλιστικές ταινίες μέχρι τη Μάχη του Αλγερίου του Τζίλο Ποντεκόρβο), το είδος του ψευδοντοκιμαντέρ (εισηγητής του οποίου ήταν ο σπουδαίος Πίτερ Γουότκινς) και μέχρι τις ταινίες των Νταρντέν, η τάση του κινηματογράφου μυθοπλασίας είναι να πετάξει όλα τα περιττά βαρίδια του στόμφου, της δήθεν ατμόσφαιρας και της θεατρικότητας και να συναντήσει κάτι αυθεντικό. Κάτι από την “πραγματική ζωή”.
Αντίστοιχα, το ντοκιμαντέρ έκανε επίσης μεγάλα βήματα, αφήνοντας πίσω του το ακαδημαϊκό ύφος, τη μεγαλοστομία και τον ψευδο-λυρισμό ώστε μέσα από ντοκιμαντέρ όπως αυτά του Φρέντερικ Γουάισμαν και των αδελφών Μέιζλ (από τη δεκαετία του εξήντα μέχρι τις μέρες μας) και φτάνοντας στις ταινίες του Λοζνίτσα (ντοκιμαντέρ και μυθοπλασίες) να μπορεί να στοχεύσει στην καθαρή και ανόθευτη αίσθηση της πραγματικότητας.
Με όλες τις ενστάσεις δεκτές για το πώς ορίζεται η πραγματικότητα.

Αναφερόμενος στα δικά μου ντοκιμαντέρ, τα οποία αγγίζουν τα 150 περίπου, διαπιστώνω ότι σταδιακά, ήδη από το πρώτο μου μεγάλου μήκους για τον υπερμαραθωνοδρόμο Γιάννη Κούρο, πέρασαν από ένα ύφος πιο περιγραφικό - ακαδημαϊκό σε ένα μεικτό στιλ που περιλάμβανε επίσης στοιχεία ντοκιμαντέρ παρατήρησης καθώς και ανεπεξέργαστου σινεμά direct.
Σε κάποιες περιπτώσεις, όπως στο ντοκιμαντέρ για τον Λυκαβηττό, στο πλαίσιο της σειράς Docville, κατάφερα να φτάσω σε ένα απολύτως αυθεντικό ντοκιμαντέρ παρατήρησης. Στη Μακρόνησο, όπου ξεκίνησα τα σε βάθος χρόνου γυρίσματα, συνυπάρχουν στοιχεία direct, κινηματογράφου παρατήρησης αλλά και ενός πιο ορθόδοξου έως τηλεοπτικής γραφής ιστορικού ντοκιμαντέρ. Κατά αυτό τον τρόπο, σταδιακά όσο περνούσαν τα χρόνια, μπορούσα να διατηρώ στοιχεία φαινομενικά ετερόκλητα, όπως το ερευνητικό ντοκιμαντέρ, οι οργανωμένες συνεντεύξεις τηλεοπτικού στιλ, το voice over, η περιγραφική χρήση αρχειακού υλικού αλλά (την ίδια στιγμή) και σινεμά παρατήρησης, χωρίς χρήση μουσικής υπόκρουσης, με έμφαση στο ηχητικό μοντάζ, ανάδειξη της σιωπής των χώρων, της εκτός κάδρου δράσης καθώς και της direct προσέγγισης.

Όλα αυτά συνδέονταν άλλες φορές καλύτερα και άλλες όχι τόσο καλά, σε ένα μεικτό ύφος που συναντούσε το πολιτιστικό, ιστορικό και αθλητικό περιεχόμενο.
Αυτά ήταν άλλωστε και παραμένουν, τα τρία είδη στα οποία δραστηριοποιήθηκα ή ακόμα και εξειδικεύτηκα, μέσα από τα ντοκιμαντέρ που πραγματοποίησα.

Σε ταινίες όπως αυτές για τις παραστάσεις του Νίκου Καραθάνου, η “Γκόλφω στην Επίδαυρο” για το Φεστιβάλ Αθηνών και ο “Βυσσινόκηπος, ο Μίκυ Μάους και ο Νίκος Καραθάνος” για τη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, φάνηκε να σχηματίζεται ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον υβρίδιο πολιτιστικού ντοκιμαντέρ ...παρατήρησης όπου όμως συνυπήρχαν ατόφια (αυτό ήταν το ουσιαστικά ενδιαφέρον) τα αρχετυπικά χαρακτηριστικά και των δυο προσεγγίσεων.
Αγάπησα κάθε ντοκιμαντέρ που έκανα. Ορισμένα με πάθος αλλά με όλα αισθάνομαι συναισθηματικά συνδεδεμένος.
Και θεωρώ ότι αυτό είναι μια σημαντική επιτυχία.

Από την πλευρά μου διέθετα εξαρχής και καλλιέργησα ακόμα περισσότερο στην πορεία, αντίστοιχα ετερόκλητα χαρακτηριστικά και γνώσεις, τα οποία σε συνδυασμό με το επίμονο ή και εμμονικό ενδιαφέρον που είχα για το κάθε, σχεδόν, θέμα με το οποίο καταπιάστηκα, μου έδωσαν τη δυνατότητα να αναπτύξω μια τεχνογνωσία η οποία συνδεόμενη με την εμπειρία που αθροίστηκε με τα χρόνια έφερε, σε πολλές περιπτώσεις, πολύ καλά αποτελέσματα.

Λυπάμαι για ορισμένα ντοκιμαντέρ που δεν κατάφερα να πραγματοποιήσω αν και το προσπάθησα. Άλλες φορές για λόγους πέρα από τη δυνατότητά μου και άλλες, ελάχιστες, επειδή δεν επέδειξα το απαιτούμενο θάρρος – θράσος που οφείλει να έχει, πάντα, ένας ντοκιμαντερίστας.
Κάπως έτσι, αν και είχα φτάσει πολύ κοντά, έχοντας κάνει όλα τα απαραίτητα βήματα, δεν πραγματοποίησα το ντοκιμαντέρ για τον Πάτρικ Λη Φέρμορ. Αντιστεκόταν στη ιδέα γιατί είχε μεγαλώσει πολύ και ήταν νάρκισσος. Όταν μου ζήτησε στο τηλέφωνο, αφού είχαν ήδη μεσολαβήσει κάποιοι δικοί του άνθρωποι τους οποίους είχα επιστρατεύσει, να περιμένουμε “...κανένα χρόνο...” επειδή ήθελε να ολοκληρώσει το βιβλίο του, σκέφτηκα να πάρω την κάμερα και να πάω κατευθείαν στη Μάνη, στο υπέροχο σπίτι του, και να του χτυπήσω την πόρτα. Όποτε το έχω κάνει, λειτούργησε θετικά. Στην περίπτωσή του φοβήθηκα. Και η ταινία δεν έγινε ποτέ. Αν και το επιθυμούσα διακαώς.

Το ίδιο συνέβη και με τον περίφημο ελληνοτούρκο ποδοσφαιριστή Λευτέρη Κιουτσουκ - Αντωνιάδη. Φτάσαμε πολύ κοντά αλλά δεν επέμεινα.
Σκέπτομαι ότι, δεδομένης της μεγάλης μου παραγωγικότητας, αν ζούσα σε μια πιο κανονική χώρα, θα μπορούσα να έχω εμβαθύνει ακόμα περισσότερο σε αυτά τα τρία είδη ντοκιμαντέρ, πολιτιστικό, ιστορικό, αθλητικό και να έχω κατακτήσει, ταυτόχρονα, μια οικονομική ανεξαρτησία.
Τίποτα, όμως, από τα παραπάνω δεν ισχύει.

Σε μια χώρα όπως η Ελλάδα πάντα ήταν δύσκολο να στηριχτεί το ντοκιμαντέρ.
Παρά την άνθιση του είδους τα τελευταία 20 χρόνια. Ουσιαστικά το κοινό που ενδιαφέρεται είναι πολύ περιορισμένο. Υπάρχουν, ασφαλώς, άνθρωποι που επιθυμούν να βλέπουν ντοκιμαντέρ. Χαίρονται όταν θα πέσουν πάνω σε ένα από αυτά στην τηλεόραση. Δεν θα πάνε, όμως, να το δουν στην κινηματογραφική αίθουσα.
Αντίστοιχα δεν υπάρχουν οι φορείς που θα ενισχύσουν συστηματικά τους ανθρώπους που κάνουν ντοκιμαντέρ.
Όλα γίνονται περιστασιακά και άναρχα. Χωρίς σύστημα.

Τώρα που γράφω αυτές τις γραμμές, στα τέλη του 2016, αισθάνομαι ότι έχω ολοκληρώσει ένα κύκλο.
Από τη μια είναι η ...πραγματικότητα. Η ελληνική κρίση εκτός από τα οικονομικά προβλήματα ανέσυρε και μια ανθρωποφαγική διάθεση και έναν απεχθή φατριασμό.
Είναι ελάχιστα τα χρήματα που δίνονται για παραγωγές και λειτουργεί το “ο θάνατός σου η ζωή μου...”.
Επί δέκα, δώδεκα ή δεκατέσσερα χρόνια είχα τη δυνατότητα, με πάρα πολλή σκληρή δουλειά, ασταμάτητη θα έλεγα, να μπορώ απλώς να έχω μια αξιοπρεπή ζωή.
Σήμερα τα δεδομένα έχουν αλλάξει άρδην. Είτε πρόκειται για την ΕΡΤ, για λογαριασμό της οποίας έχω πραγματοποιήσει πάνω από 80 ταινίες είτε για άλλους κρατικούς φορείς είτε για ιδιωτικά κανάλια, για ιδρύματα, για ιδιώτες παραγωγούς, συνδρομητικά κανάλια και άλλους οργανισμούς.
Η επίκληση και μόνο της κρίσης έχει ρίξει τους προϋπολογισμούς στα τάρταρα. Σε εξευτελιστικά επίπεδα. Τόσο που έχει καταστεί σχεδόν αδύνατη η παραγωγή ντοκιμαντέρ.
Το ακόμα χειρότερο συνδέεται με μια τάση μηδενισμού που έχει επικρατήσει παντού.
Φαίνεται σα να μην ενδιαφέρεται κανείς. Σαν να είναι το ντοκιμαντέρ, ως ιδέα, μια πολυτέλεια.
Και το χειρότερο όλων, όπως ανέφερα, είναι ο φατριασμός, ο μισανθρωπισμός και η αναξιοκρατία που αναδύεται σε περιόδους όπως αυτή που διανύουμε.

Σε προσωπικό επίπεδο θα περίμενα ότι η μέχρι τώρα δουλειά μου, ύστερα από τόσα χρόνια πια, θα αποτελούσε αν όχι ένα διαβατήριο, σίγουρα μια πιο ασφαλή δίοδο ώστε να μην χρειάζεται να αισθάνομαι σε κάθε πρόταση που υποβάλω ως πρωτόβγαλτος.
Και αυτό, σίγουρα, δεν αποτελεί δική μου ευθύνη. Ύστερα από τόσα χρόνια δουλειάς, η οποία έχει αναγνωριστεί, δεν έχω, λόγω ιδιοσυγκρασίας και χαρακτήρα, κανένα κύκλο υποστήριξης. Δεν διαθέτω φίλους δημοσιογράφους που θα σπεύσουν να γράψουν για μια δουλειά μου ή θα προβάλουν το επόμενο σχέδιό μου. Ούτε κολλητούς κριτικούς που σε κάθε μου ταινία θα με υποστηρίζουν επειδή ποντάρουν στο όνομα ή στην ισχυρή δημόσια παρουσία μου. Όλα αυτά δεν υπάρχουν. Ούτε με υποστηρίζουν οι γνωστοί διαμεσολαβητές που προτείνουν ταινίες στα διεθνή φεστιβάλ. Όποιες ταινίες μου προβλήθηκαν στο εξωτερικό, αυτό συνέβη απολύτως από μόνο του. Χωρίς την παραμικρή βοήθεια ακόμα και από ανθρώπους που γνωρίζω πολύ καλά.
Ούτε αποτελώ μέλος μιας “χρυσής” γενιάς ή ρεύματος ώστε να με υποστηρίζουν οι συνοδοιπόροι μου. Γι αυτό και δεν υπάρχει παραγωγός ή κύκλωμα διανομής που θα με υποστηρίξει είτε στη μυθοπλασία είτε στο ντοκιμαντέρ.
Ειδικά τα τελευταία χρόνια όσες προτάσεις έχω διαμορφώσει για ντοκιμαντέρ ή σειρές ντοκιμαντέρ, βρίσκουν την παγερή αδιαφορία κάθε αποδέκτη. Όχι επειδή δεν είναι καλές. Απλώς επειδή δεν υπάρχει η δίοδος. Η οποία, ειδικά στα χρόνια της κρίσης, εξαρτάται απολύτως (όπως φαίνεται) από τους παράγοντες των ειδικών σχέσεων που προανέφερα.
Έτσι λοιπόν, εξακολουθώ να κινούμαι απολύτως μοναχικά. Χωρίς την παραμικρή βοήθεια.

Από την άλλη, φαίνεται ότι όντως συνέπεσε να έχω ολοκληρώσει ένα κύκλο.
Να πρέπει να στραφώ αλλού. Και η συνεχής παραγωγικότητα ενδεχομένως δεν με άφηνε να το κάνω επί κάποια χρόνια.
Σίγουρα κάποια πράγματα, ανεξαρτήτως των αντικειμενικών συνθηκών, αλλάζουν στη δουλειά.
Και εμείς αλλάζουμε. Και οι επιθυμίες μας.
Βρίσκομαι, ασφαλώς, σε ένα μεταίχμιο. Εφόσον εξακολουθήσω να είμαι υγιής θα ήθελα, από εδώ και πέρα, να δώσω μεγαλύτερο βάρος στις ταινίες μυθοπλασίας και στην προσπάθειά μου να περάσω, μέσα από αυτές, σε ένα επίπεδο που αισθάνομαι ότι μπορώ να προσεγγίσω και κατακτήσω.
Και παράλληλα, να επιχειρήσω να κάνω ντοκιμαντέρ που θα κινηθούν από τη μια στο είδος της ανόθευτης παρατήρησης και από την άλλη σε ευρύτερες σε όγκο θεματικές σειρές που, σε συνδυασμό με την άρτια παραγωγή, θα μου επιτρέψουν, ίσως, να εμβαθύνω περισσότερο. Πάντα στα ίδια είδη. Πολιτιστικό, ιστορικό, αθλητικό. Αλλά υπό νέους όρους και άλλες συνθήκες.
Ο καιρός θα δείξει αν τα καταφέρω.

×
×